Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011

Πίνακας Νο 12

Το πρώτο σκαλί

Εις τον Θεόκριτο παραπονιούνταν
μιά μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης·
«Τώρα δυό χρόνια πέρασαν που γράφω
κ' ένα ειδύλιο έκαμα μονάχα.
Το μόνον άρτιόν μου έργον είναι.
Αλλοίμονον, είν' υψηλή το βλέπω,
πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα·
και απ' το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θ' αναιβώ ο δυστυχισμένος».
Ειπ' ο Θεόκριτος· «Αυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
νάσαι υπερήφανος κ' ευτυχισμένος.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμά σου νάσαι
πολίτης εις των ιδεών την πόλι.
Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι
και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.
Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας
που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα».

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2011

Πίνακας Νο 11

Ναυπηγεία, Νο 5

Σύννεφο με παντελόνια

Σύννεφο με παντελόνια

Τη σκέψη σας που νείρεται
πάνω στο πλαδαρό μυαλό σας
σάμπως ξιγκόθρεφτος λακές
σ' ένα ντιβάνι λιγδιασμένο,
εγώ θα την τσιγκλάω
επάνω στο ματόβρεχτο κομμάτι της καρδιάς μου.
Φαρμακερός κι αγροίκος πάντα
ως να χορτάσω χλευασμό.

Εγώ δεν έχω ουδέ μιαν άσπρη τρίχα στην ψυχή μου
κι ουδέ σταγόνα γεροντίστικης ευγένειας.
Με την τραχιά κραυγή μου κεραυνώνοντας τον κόσμο,
ωραίος τραβάω, τραβάω
εικοσιδυό χρονώ λεβέντης.

Εσείς οι αβροί!...
Επάνω στα βιολιά ξαπλώνετε τον έρωτα.
Επάνω στα ταμπούρλα ο άξεστος τον έρωτα ξαπλώνει.

Όμως εσείς,
θα το μπορούσατε ποτέ καθώς εγώ,
τον εαυτό σας να γυρίσετε τα μέσα του όξω,
έτσι που να γενείτε ολάκεροι ένα στόμα;
Ελάτε να σας δασκαλέψω,
εσάς τη μπατιστένια απ' το σαλόνι,
εσάς την άψογο υπάλληλο της κοινωνίας των αγγέλων
κι εσάς που ξεφυλλίζετε ήρεμα-ήρεμα τα χείλη σας
σα μια μαγείρισσα που ξεφυλλίζει τις σελίδες του οδηγού μαγειρικής.

Θέλετε
θα 'μαι ακέραιος, όλο κρέας λυσσασμένος
-κι αλλάζοντας απόχρωση σαν ουρανός-
θέλετε-
θα 'μαι η άχραντη ευγένεια
-όχι άντρας πια, μα σύγνεφο με παντελόνια

Βλαδίμηρος Μαγιακοφσκι

Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011

Aυτοί που ελπίζουν (Die Hoffenden)

Tί περιμένετε;

Ότι οι κουφοί παραχωρήσεις θα σας κάνουν

Και ότι οι αχόρταγοι

Κάτι θε να σας δώσουν!

Οι λύκοι θα σας ταίσουνε αντί να σας καταβροχθίσουν!

Απο φιλία

Θα σας προσκαλέσει η τίγρη

Να της βγάλετε τα δόντια!

Τέτοια περιμένετε!

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011

Πίνακας Νο9


Πίνακας Νο8

ULYSSES by James Joyce

He came forward a pace and stood by the table. His underjaw fell sideways open uncertainly. Is this old wisdom? He waits to hear from me.

—History, Stephen said, is a nightmare from which I am trying to awake.

From the playfield the boys raised a shout. A whirring whistle: goal. What if that nightmare gave you a back kick?

—The ways of the Creator are not our ways, Mr Deasy said. All human history moves towards one great goal, the manifestation of God.

Stephen jerked his thumb towards the window, saying:

—That is God.

Hooray! Ay! Whrrwhee!

—What? Mr Deasy asked.

—A shout in the street, Stephen answered, shrugging his shoulders.

Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2011

Tower Bawher by Theodore Ushev

Δὲ μᾶς ἀφήνουν νὰ τραγουδᾶμε

Ναζὶμ Χικμέτ

Nâzim Hikmet (1902-1963): Τοῦρκος ποιητὴς καὶ πεζογράφος ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη

Δὲ μᾶς ἀφήνουν νὰ τραγουδᾶμε

Δὲ μᾶς ἀφήνουν Ῥόμπσον νὰ τραγουδᾶμε
δὲ μᾶς ἀφήνουν καναρίνι
πού ῾χεις φτερὰ ἀητοῦ
μαῦρε ἀδερφέ μου
δόντια ποὺ ἔχεις
μαργαριτάρια
δὲ μᾶς ἀφήνουν νὰ ψηλώσουμε φωνή.

Φοβοῦνται Ῥόμπσον
φοβοῦνται τὴν αὐγή,
ν᾿ ἀκούσουνε φοβοῦνται
καὶ ν᾿ ἀγγίσουν
φοβοῦνται ν᾿ ἀγαπήσουν
φοβοῦνται ν᾿ ἀγαπήσουνε σὰν τὸν Φερχὰτ
(Ἀλήθεια θὰ ῾χετε κι ἐσεῖς ἕναν Φερχὰτ
οἱ νέγροι πῶς νὰ τόνε λένε Ῥόμπσον;)

Φοβοῦνται τὰ γεννήματα
τὴ γῆς
τὸ γάργαρο νερὸ φοβοῦνται τῆς πηγῆς
φοβοῦνται
νὰ θυμοῦνται
καὶ τὶς χαρές τους
τὸ χέρι ἑνὸς φίλου δὲν ἔσφιξε ποτέ τους
τὸ χέρι τους
ζεστὸ
σὰν τὸ πουλὶ
χωρὶς νὰ θέλει σκόντα
προμήθειες
ἡ κάποια ἀναβολὴ
στὴ πλερωμή.

Φοβοῦνται τὴν ἐλπίδα
φοβοῦνται Ῥόμπσον νὰ ἐλπίσουν
φοβοῦνται καναρίνι
πού ῾χεις φτερὰ ἀητοὺ
φοβοῦνται τὰ τραγούδια μας
μὴ τοὺς τσακίσουν.

Ὀχτώβρης 1949

Πίνακας Νο7

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

Ναυπηγείο, φωτογραφία Νο3

Ναυπηγεία, Φωτογραφία Νο2



Ναυπηγεία Φωτογραφία Νο1





Pablo Neruda


O ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΦΡΑΝΚΟ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ

Συφοριασμένε, ούτε η φωτιά ούτε το βραστό ξίδι
σε μια σπηλιά με μάγισσες, ούτε ο καταλύτης πάγος
ούτε η σαπρή χελώνα που αλυχτώντας και κλαίγοντας
με φωνή γυναίκας νεκρής σου ξύνει την κοιλιά
ψάχνοντας για μια βέρα γάμου κ’ ένα παιγνίδι αποκεφα-
λισμένου παιδιού,
δεν θα ΄ ναι για σένα παρά μια σκοτεινή πόρτα,
ρημαγμένη.
Αλήθεια,
Κόλαση από κόλαση δεν έχει διαφορά.
Πέρα απ’ τα ουρλιαχτά
των λεγεώνων σου, το άγιο γάλα
των μανάδων της Ισπανίας, το γάλα και τα πατημένα
βυζιά
στους δρόμους, υπάρχει ακόμη ένας άλλος κόσμος, μια
άλλη σιωπή, μια τελευταία πόρτα σπασμένη.
Εδώ είσαι. Θλιβερό καπάκι ματιού, περίττωμα
μακάβριων όρνιων τάφου, φτύσμα πηχτό, σύμβολο
της προδοσίας που το αίμα δεν σβήνει. Ποιός, ποιός ήσουν,
ώ άθλιο φύλλο αρμύρας, ώ σκύλε της γης,
ώ, αφορεσμένη κιτρινίλα σκότους.

Η φλόγα πισωδρομεί δίχως στάχτη,
η αλμυρή δίψα της κόλασης , οι κύκλοι
του πόνου χλωμιάζουν.

Καταραμένε, που το ανθρώπινο μονάχα
να σε κυνηγάει, στην απόλυτη φωτιά των πραγμάτων,
να μη λυώσεις, να μη χαθείς,
στο γύρισμα των χρόνων, και να μη σε κόβει το πυρωμένο
γυαλί
ούτε ο άγριος αφρός.
Μόνος, μόνος, για όλα τα δάκρυα
μαζεμένα, για μια αιωνιότητα από χέρια νεκρά
και βγαλμένα μάτια, μόνος σε μια σπηλιά
της κόλασης σου, τρώγοντας σιωπηλό αίμα και πύον
για μια μοναχική καταραμένη αιωνιότητα.
Δεν σου πρέπει ο ύπνος
ακόμη και με καρφωμένα μάτια : πρέπει
να ξαγρυπνάς, Στρατηγέ, αιώνια ξύπνιος
ανάμεσα στις νέες λεχώνες που σαπίζουν,
τουφεκισμένες το Φθινόπωρο. Όλες, όλα τα θλιμμένα,
κομματιασμένα βρέφη,
στην κόλαση σου με αγωνία προσμένουν
τη μέρα της κρύας γιορτής : την άφιξη σου.
Μαυρισμένα βρέφη από την έκρηξη,
κομμάτια κόκκινου μυαλού, αγγελιαφόροι
τρυφερών σπλάχνων, σε περιμένουν όλα, όλα στην ίδια στάση
προσπεράσματος του δρόμου, να κλωτσήσουν την μπάλα
να κλέψουν ένα φρούτο, να χαμογελάσουν ή να γεννηθούν.

Να χαμογελάσουν. Έχει χαμόγελα
που τα’ πνιξε το αίμα
που περιμένουν με σκορπισμένα δόντια
και μάσκες από σύνθετο υλικό, σκαμένα πρόσωπα
από το μπαρούτι, και τα φαντάσματα
δίχως όνομα, οι σκοτεινές
κρυψώνες γι’ αυτούς που δεν σηκώθηκαν
από τα κρεβάτια τους μέσα από τα ερείπια. Όλοι σε
περιμένουν για να περάσουν τη νύχτα.
Γεμίζουν τις μπασιές,
σα σαπισμένα φύκια.
Είναι δικοί μας, ήταν δική μας
σάρκα, δική μας υγεία, δική μας
μεταλλική γαλήνη, δικός μας ωκεανός
από πλεμόνια κι αγέρα. Αυτοί κάναν
ν’ ανθίζουν τα χωράφια. Τώρα, πιο κείθε από τη γη
ουσία αποδιοργανωμένη,
ύλη δολοφονημένη, αλεύρι νεκρό,
στην κόλαση σου περιμένουν.

Ο πόνος και η τρομάρα με τον καιρό ατονούνε,
ανάμεσα στους νεκρούς, μόνος, ξάγρυπνος να’ σαι,
καταραμένος, μόνος και δίχως τέτοια ελπίδα,
απάνω σου να πέφτει βροχή το αίμα, κ’ ένα
ποτάμι αγωνίας από βγαλμένα μάτια
να σε πηγαινοφέρνει κοιτάζοντας σε ατελείωτα.


(μετάφραση: Ρήγας Καππάτος, 1966)

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

Φωτογραφία Νο1

Πίνακας Νο3

Πίνακας Νο2



Πίνακας Νο1